ἐκπιέσῃ

ἐκπιέσῃ
ἐκ-πιέζω
Ep..
aor subj mid 2nd sg
ἐκ-πιέζω
Ep..
aor subj act 3rd sg
ἐκ-πιέζω
Ep..
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εκπίεση — η (AM ἐκπίεσις) πίεση για να εξαχθεί το υγρό από κάτι, το στίψιμο …   Dictionary of Greek

  • εκπίεσμα — ἐκπίεσμα, το (AM) το υγρό, ο χυμός που λαμβάνεται με εκπίεση …   Dictionary of Greek

  • εκπιεσμός — ἐκπιεσμός, ο (Α) εκπίεση …   Dictionary of Greek

  • εκπιεστήριο — το (AM ἐκπιεστήριον) όργανο με το οποίο γίνεται η εκπίεση …   Dictionary of Greek

  • εκπιεστός — ή, ό (Α ἐκπιεστός, ή, όν) αυτός που προήλθε από εκπίεση …   Dictionary of Greek

  • εκπυρήνιση — η (AM ἐκπυρήνισις) η αφαίρεση τών πυρήνων από καρπούς νεοελλ. η εκρίζωση περιγεγραμμένου όγκου ή οργάνου αρχ. εκπίεση, εξακόντιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”